Η θάλασσα και η αύρα του πραγματικού... Ένα μυητικό ταξίδι από τις ακτές της γλώσσας στα νησιά της φαντασίας

 Η θάλασσα και η αύρα του πραγματικού

Ένα μυητικό ταξίδι από τις ακτές της γλώσσας

 στα νησιά της φαντασίας


Του Αργύρη Καραβούλια

Επιχειρώντας μια διαδρομή στο πλάτος και το βάθος της, εντός του χρόνου και της γλώσσας, όπως έχει αποτυπωθεί στα λογοτεχνικά και ποιητικά μήκη και πλάτη της, καθώς τα κύματά της σκεπάζουν τα ίχνη της εμπειρίας στις αμμουδιές του ονείρου.


Από το Περιοδικό Τρίτο Μάτι, Τεύχος 243

    Θάλασσα, όνειρο της στεριάς και η στεριά του ονείρου, η αμμουδιά της ελληνικής ιστορίας με χαραγμένα πάνω της τα έργα και τις ημέρες της, αφρισμένα όρια μιας επικράτειας που αγγίζει την επιφάνεια του άδηλου και που εισδύει στην όψη του αόρατου.

    Ωκεανός, Τηθύς, Αιγέας, Γλαύκος, Πρωτέας,  Νηρηίδες, πλάσματα του μύθου και της γλώσσας, που φέρουν εντός τους το ελληνικό αποτύπωμα στην αύρα του κόσμου, που χαράζουν στην αιωνιότητα την υφάλμυρη γεύση μιας φυλής που περιηγήθηκε στις θάλασσες του κόσμου για να τις ντύσει με το δικό της κύμα.

Αττική μελανόμορφη κύλικα του αγγειοπλάστη Εξηκία που δείχνει 
τον Διόνυσο να πλέει στο “μεθυσμένο του” πέλαγος.





   Η Ελλάδα από την μυθική της εκκίνηση ακόμα αντανακλάται στην επιφάνεια του κόσμου με ήλιο ατόφιο, θεϊκό φως που γεννάει τον πολιτισμό και με θάλασσα, με την γαλαζωπή της όψη να θαμπώνει την κίνηση της γης, να λούζει την anima mundi με τα αιώνια νοερά νερά της, μια ασίγαστη ροή εντός του χρόνου, μια πλεύση μαγική στην ιστορία των κόσμων.

     Με οδηγό την γλώσσα, των ποιητών την πελαγίσια μέθη, του μύθου την χρυσή γραφή που αντανακλά την τιτάνια κίνηση του Νου,  του Ομήρου απόφθεγμα , που της Ελλάδας τις όμορφες γυναίκες  ιστορεί  “οι τ’ Άλον οι τ΄ Αλόπη οι τε Τρηχίν΄ ενέμοντο, οι τ’ είχον Φθίην ηδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα…”  θα περιδιαβούμε στις ακτές του χρόνου.

    Στην θαλασσινή αυτή εξιστόρηση της ελληνικής ψυχής, του κυματισμού της και του ποιητικού της θάμβους, μόνο κάποιες λιγοστές ακτές μπορούμε να διαβούμε, περιορισμένοι στα χωρικά ύδατα της έκτασης ενός άρθρου που σκάει σαν κύμα στο χαρτί, και βρέχει τα χέρια του αναγνώστη, πλέει μαζί του στην άχρονη διάσταση της υδάτινης επιφάνειας.


Το πόσο σημαντική ήταν η θάλασσα για την ελληνική ψυχή το βλέπουμε και στο γεγονός 
πως την θάλασσα διάλεξε για να γεννηθεί και η θεά του έρωτα Αφροδίτη, 
στα αφρισμένα κύματά της πρόβαλλε για να φανερωθεί στον κόσμο των θνητών. 
Εδώ η Αφροδίτη με τον θεό έρωτα και δελφίνι.


    Ενάλιος λαός ιστορεί τους Έλληνες ο Σοφοκλής, σε κάθε της μεριά η Ελλάδα ακουμπά τα «ευρέα νώτα θαλάσσης» του Ησιόδου, ενώ ο Ελύτης θα διευκρινίσει τα όρια της ως : «Στον αιθέρα στέκει να/και στη θάλασσα μόνη της . . .», αντανακλώντας στα νερά της ποίησής του τα " ύγρα κέλευθα" των Ορφικών. 
    
    Στον Πίνδαρο η Ελλάδα ορίζεται «αλιερκής», θαλασσινό είναι το πεπρωμένο ετούτου του λαού, που σαν Οδυσσέας ακολουθεί από στεριά σε στεριά όλη την θαλασσινή γραμμή του κόσμου, τον «ατρύγετον πόντον» του Ομήρου μέχρι την Ιθάκη, την άπιαστη όχθη της πραγματικότητας που σαλεύει ζωντανή σαν σε όνειρο.

Χειρόγραφο του Ελύτη και κολάζ από το «Άσμα ασμάτων»

    Θεά του κόσμου τούτου η γλώσσα που έκρυψε την ρίζα της αλήθειας στον απρόσιτο βυθό της, που ονομάτισε τα πράγματα κατά την δόνησή τους στο αντηχείο της, η ελληνική γλώσσα που στέκει αθάνατη στις εσχατιές του αιώνιου.

    Εντός της λέξης θάλασσα υπάρχει ο κυματισμός της, ακούγεται ο παφλασμός της , αυτό δηλώνει η “αλιρρόθιος”  ταυτότητά της,  με τα αέναα νερά της, « κύματα εξερεύγεται ηπειρόνδε» τα ομηρικά κύματα που εκβράζονται στην ακτή.

    Η λέξη θάλασσα δεν απαντάται σε καμία άλλη γλώσσα και οικογένεια γλωσσών, " ότε άλμυρον δηλοί  φα μεν ουδετέρως άλας, και αρσενικώς αλς» μάς διατυπώνει το Μέγα Ετυμολογικόν, ενώ στο Ετυμολογικό Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη αναφέρονται και ως “λαϊκές” οι κάτωθι ετυμολογήσεις:

1.  «θοῶς ἀλλασσομένη καὶ σαλευομένη».

2. «ἐκ τοῦ θῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ ‘τρέχω’ καὶ τοῦ λὰ τὸ ἁλμυρόν,

ἤγουν τὸ ἅλας».

3. «ἐκ τοῦ ἄσσα τοῦ τινάσσεσθαι, τοῦτ’ ἔστι θεόν ἅλα

τινασσόμενον».

4. «παρά τὸ σάλον σάλασσα καὶ θάλασσα».

5. «παρὰ τὸ ἆσσον (‘εγγύτερον’) εἶναι θανάτου τοὺς πλέοντας ἐν

αὐτῷ».

    «Ονόματος ορθότης εστί φύσει πεφυκυία»  διαβάζουμε  στον Κρατύλο του Πλάτωνα, για να έχουμε πυξίδα τις λέξεις, «λέξεις έμψυχοι» κατά τον Αριστοτέλη,  καθώς πλέουμε στα πελάγη της γλώσσας. 

    Η μοναδική και ιδιαίτερη σχέση του ελληνικού λαού με την θάλασσα, φαίνεται και από το πλήθος των εκατοντάδων λέξεων, ομόρριζων με την λέξη αυτή. Επίσης να διευκρινίσουμε  και την μεγάλη σημασία για τους Έλληνες που είχε η δική τους θάλασσα, η Μεσόγειος, “ήδε η θάλασσα” την αποκαλεί ο Ηροδότος, στον Πλάτωνα αναφέρεται ως “η παρ ημίν θάλασσα”, η θάλασσα μας. Ο Αριστοτέλης την ονομάζει η “έσω θάλασσα” για να αντιπαραβάλλει τον Ωκεανό ως της έξω θάλασσα.



   
    Άλς, θάλασσα, πόντος, πέλαγος και ωκεανός, είναι οι δρόμοι που χρησιμοποιούμε για να αποτυπώσουμε την υδάτινη μοίρα μας, το ξεχωριστό φυλετικό μας ίχνος στην μακραίωνη ιστορία.

    Η ρίζα ΣΑΛ σημαίνει το αλάτι, ρίζα αλμυρή, την γεύεσαι στην προφορά της λέξης, εξ ου και η λέξη άλμη, εκατοντάδες οι λέξεις παράγωγα, η λέξη Αλίαρτος, η αλοσάχνη που τον αφρό της θάλασσας δηλώνει, αλιεύς και αλιάδης, άλιμος και η Σαλαμίνα που από την θάλασσα πηγάζει, η σάλασσα που σαλεύει και που ο σάλος της τρομάζει. Και η αεικίνητη αλς δείχνει τον ορμητικό της χαρακτήρα, και μας φέρνει το αλίκτυπον άλμα, αλλά και το αλς είναι και το λαμπρό, το αποστράπτον και το εκθαμβωτικό καθώς αντανακλά τον λαμπρό  ήλιο.

    Με τις λέξεις τις σχετικές όπως λάμπω και ακτινοβολώ συνδέεται και η άλλη ετυμολογική ρίζα της θάλασσας, το mar, που έχουμε το λατινικό mare και το μαρμαίρω, λάμπω, ακτινοβολώ, εξ ου και μάρμαρο και μαρμαρυγή, το λαμπύρισμα.

    Είναι από την  αλς,  της αλός με το –φ από της δασείας την τροπή που έχουμε το  φαλός, φαλαρός, και φάλαρι, η παραλία στην Πελοπόννησο και φάληρος = λευκός, ασπρίζων, ενώ " κύματα κυρτά, φαληρώοντα " μας περιγράφει ο 'Όμηρος.


    
Και από την θάλασσα που η ρίζα της απλώνεται στο υπέδαφος της ποίησης, που αγκαλιάζει όλο το απύθμενο οντολογικό μας βάθος, διανύουμε την διαδρομή μας ως πελαγίσιοι άνεμοι, ενάντια στο ρεύμα των καιρών, πελασγοί, οι πελάγιοι Έλληνες:
 “τοῦ γηγενοῦς γάρ εἰμ' ἐγὼ Παλαίχθονος ἶνις Πελασγός, τῆσδε γῆς ἀρχηγέτης  ἐμοῦ δ' ἄνακτος εὐλόγως  ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν  την δε  καρποῦται  χθόνα. καὶ πᾶσαν αἶαν, ἧς δι' ἁγνὸς ἔρχεται Στρυμών, τὸ πρὸς δύνοντος ἡλίου, κρατῶ. ὁρίζομαι δὲ τήν τε Περραίβων χθόνα, Πίνδου τε τἀπέκεινα, Παιόνων πέλας, ὄρη τε Δωδωναῖα. συντέμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης: τῶν δε επὶ τάδε κρατῶ” αναφέρει στις Ικέτιδες ο Αισχύλος δίνοντας μια πρώιμη περιγραφή για το αυτόχθον των Ελλήνων.

Ψηφιδωτό που βρέθηκε στην Πάφο και απεικονίζει τις Νηρηίδες.

    Από την ρίζα ΠΕΛ ανοιγόμαστε στα βαθιά πελάγη,  από τον Όμηρο ήδη τα πελάζω και πλάζω εισάγουν την έννοια του πλήσσω, του ως κύμα συντρίβομαι στην ακτή.  Στο πάλλω βρίσκουμε την έννοια της σφοδρής κίνησης, τα κύματα που ακατάπαυστα πάλλονται και εδώ θα βρούμε και τον παλ-μό, την ρυθμική ροή, την Παλ-λάδα που με το δόρυ πάλλει την κίνηση του αιθέρα.  Και το πάλι, η επανάληψη και η παλίρροια, και ο Πελίας που ορίζει τον Ιάσονα στην Αργοναυτική των Ελλήνων πορεία, και ο Πέλοψ με την ιερή του νήσο, την παλλομένη στην θάλασσα Πελοπόννησο, την αποτυπωμένη στον ουράνιο θόλο να την διασχίζει ολόκληρη ο αστερισμός του Κύκνου.


Η θάλασσα μήτρα θεϊκή...


    Η θάλασσα έγινε κατοικία των δικών της θεών και ηρώων, των ιδιαίτερων μορφών που εκπηγάζουν από το ελληνικό αρχέτυπο του μύθου για να αφηγηθεί την άχρονη πορεία του υγρού του πεπρωμένου, θαμπωμένο στο Αιγαίο του θάμβους και του ηλιοκαμένου ορίζοντα, η έκσταση και η έκτασή της στο γαλάζιο επέκεινα.


Από την μάχη του θεού Δία με την θεότητα  του ωκεανού Τυφώνα.
    












    Δεκάδες οι μυθικοί ήρωες, οι θεότητες και οι θεοί που έχουν σχέση με το υγρό στοιχείο και πολύ περισσότερο με την θάλασσα, που η κάθε ονομασία δηλώνει και την «κραταιά της μοίρα» σε σχέση με την εξέλιξη της ελληνικής ψυχής, αρχή όλων, «αρχή θεών πάντων» όπως αναφέρει ο Όμηρος, ο Ωκεανός.

Και ο Ωκεανός και η Τηθύς θα γεννήσουν τα σπέρματα που σε αυτά θα βλαστήσει η μορφή του κόσμου, δικό τους τέκνο και η Στύγα, που στα νερά της ορκίζονται οι θεοί και που συγκρατούν τον κάτω κόσμο, ήταν αυτή που το όνομά της σημαίνει μισώ (στυγέω), και που θα γεννήσει το Κράτος και τη Βία.

Οι Ωκεανίδες ήταν η προσωποποίηση της κίνησης, της ροής των υδάτων σε κάθε τους όψη, αλλά και κάθε μορφής που συνδέεται με το υγρό στοιχείο.

Η Καλλιρόη και η Αμφιρώ που εντός τους καλούνε την ροή, η Πληξούρα και η Γαλαξαύρα που δήλωναν του αέρα την πνοή και το σιγανό κυματισμό του, η Θόη και η Ωκυρόη που σήμαιναν την κίνηση και την ταχύτητα, η Πετραία που αναφέρεται στους βράχους της θάλασσας, η Καλυψώ  στο κρυφό σπήλαιο, και η Πρυμνώ στου πλοίου την πρύμνη.

Νηρέας

        Έχουμε και άλλες Ωκεανίδες που με το όνομά τους μας δηλώνουν τα δώρα, τους θησαυρούς που φέρνει η θάλασσα, όπως η Δωρίς, η Ευδώρα, η Πολυδώρα, η Πλουτώ.

Επίσης η Πειθώ, η Αδμήτη, η Ιάνθη, η Ηλέκτρα, η Ιππώ, η Κλυμένη, η Ρόδια, η Ζευξώ, η Κλυτία, η Ιδυία, η Πασιθόη, η Μηλόβοσις, η Κερκηίς, η Ιάνειρα, η Ακάστη, η Ξανθή, η Μενεσθώ, η Τελεστώ (με το κατακίτρινο φόρεμα) η Χρυσηίς, η Ασία και η Τύχη.

Σημείο αναφοράς στις θαλάσσιες θεότητες ο Πρωτέας, το αρχέτυπο των μεταμορφώσεων, η ρίζα των εναλλαγών, ο «Γέρος της θάλασσας».

           Οι γοργόνες είναι και αυτές θέαινες της θάλασσας, η Σθενώ που φανερώνει την δύναμη, η Ευρυάλη που το όνομά της δηλώνει πως ανήκει στην πλατιά θάλασσα και η Μέδουσα που σημαίνει την εξουσιάστρια, όπως και ο εξουσιαστής της θάλασσας ο Ποσειδώνας δηλώνεται ως “ο αλός μέδων”, ο ποντοδέμων. 

           Και από την Ωκεανίδα Δωρίδα και τον Νηρέα θα γεννηθούν οι Νηρηίδες, οι ως σήμερα γνωστές νεράιδες, οι νύμφες των ποταμών, των λιμνών και της θάλασσας. Και τα πενήντα ονόματά του όπως μας τα παραδίδει ο Ησίοδος είναι:  Αγαύη (η υπερήφανη), Ακταίη, Αλία (κάτοικος της θάλασσας), Αλιμήδη, Αμφιτρίτη, Γαλάτεια (την ερωτεύτηκε ο κύκλωπας  Πολύφημος), Γαλήνη, Γλαύκη η θαλασσοπράσινη, Γλαυκονόμη, Δυναμήνη, Δωτώ, Ερατώ (αυτή που ξυπνάει την επιθυμία, συνονόματη με μία μούσα), Ευαγόρη (μιλούσε ωραία), Ευάρνη, Ευδώρη, Ευκράντη (οδηγεί στην ολοκλήρωση), Ευλιμένη (θέα του καλού λιμένα), Ευνίκη, Ευπόμπη, Ηιόνη (θεά του γιαλού), Θεμιστώ, Θέτις, Θόη, Ιπποθόη (η γρήγορη σαν φοράδα),  Ιππονόη (η ορμητική σαν φοράδα), Κλυμένη, Κυματολήγη (που καταπραύνει τα κύματα), Κυμοδόκη (που μαζεύει τα κύματα), Κυμοθόη, Κυμώ (θεά των κυμάτων), Λαομήδεια (κυρίαρχος του λαού), Λειαγόρη, Λυσιάνασσα (λυτρώτρια),  Μελίτη, Μενίππη (θαραλλέα φοράδα), Νημερτής (η αλάνθαστη θεά, που ήξερε και έλεγε την αλήθεια, μοιάζοντας σε αυτό με τον αθάνατο πατέρα της),  Νησαία, Νησώ, Πανόπη, Πασιθέα, Πολυνόη και  Αυτονόη (που χαρίζουν νόηση και έμπνευση), Ποντοπόρεια, Προνόη, Πρωτομήδεια (η πρώτη κυρίαρχος), Πλωτώ, Σαώ (σώζει), Σπειώ, Φέρουσα, Ψαμάθη (θεά της άμμου).

Ο Τρίτων μεταφέρει στην αγκαλιά του τον Θησέα, μηλιακό πήλινο ανάγλυφο, 
470-460 π.Χ. (Μουσείο Λούβρου).

Μία Πίκρα

Κωστής Παλαμάς

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη….

Ο θρήνος των Νηρηίδων, (560-550 π.Χ.) από την Ετρουρία 
(Κορινθιακή Μελανόμορφη Υδρία, Μουσείο Λούβρου).


Η Ποιητική της θάλασσας

          Την Λευκή θεά, την μούσα αρχέτυπο που εισβάλλει στην όχθη της έμπνευσης, που ανασαίνει τις λέξεις του ποιητή, την Ινώ που αναταράζει τα αφρισμένα όνειρα των πλοηγών, αυτήν ο ορφικό ύμνος επικαλείται: «Λευκοθέαν καλέω Καδμηίδα, δαίμονα σεμνήν, εὐδύνατον, θρέπτειραν ἐυστεφάνου Διονύσου. κλῦθι, θεά, πόντοιο βαθυστέρνου μεδέουσα, κύμασι τερπομένη, θνητῶν σώτειρα μεγίστη· ἐν σοὶ γὰρ νηῶν πελαγοδρόμος ἄστατος ὁρμή, μούνη δὲ θνητῶν οἰκτρὸν μόρον εἰν ἁλὶ λύεις, οἷς ἂν ἐφορμαίνουσα φίλη σωτήριος ἔλθοις. ἀλλά, θεὰ δέσποινα, μόλοις ἐπαρωγὸς ἐοῦσα νηυσὶν ἐπ᾽ εὐσέλμοις σωτήριος εὔφρονι βουλῆι, μύσταις ἐν πόντωι ναυσίδρομον οὖρον ἄγουσα».

        (Μετάφραση: Την Λευκοθέαν προσκαλώ, την κόρην του Κάδμου, την σεμνήν θεάν, την δυνατήν, την τροφόν του καλλιστεφάνου Διονύσου.
    Άκουσε με, θεά εσύ πού κυβερνάς τον βαθύστερνο πόντον πού τέρπεσαι στα κύματα, και είσαι ή μεγαλύτερα σωτηρία των ανθρώπων διότι από σε εξαρτάται η ασταθής ορμή των πλοίων, πού διατρέχουν το πέλαγος, και μόνον εσύ απολυτρώνεις τους ανθρώπους από τον θλιβερόν θάνατον εις την θάλασσαν, προς όσους εφορμώσα ήθελες έλθει ως φίλη σωτηρία.
Αλλά, ώ θεά δέσποινα, είθε να έλθης, επειδή είσαι βοηθός.
εις τα καλοφκιαγμένα πλοία ως σωτηρία με ευχάριστη διάθεσιν,
και εις τους μύστας, πού ευρίσκονται εις την θάλασσαν, να φέρης ούριον άνεμον πού επιταχύνει τον πλουν.)

Πρότυπο αρχαίας ελληνικής τριήρους. Πλέει στα ύδατα του χρόνου, 
μεταφέροντας παντού το ελληνικό πνεύμα που δάμασε την άγρια θάλασσα...  

          

    Αρχέτυπο κάλεσμα κάθε ποιητή, που οργώνει με την γραφίδα του τις σελίδες του πελάγους, κινείται στο θάμπος του ελληνικού μεσημεριού, εκείνου που δηλοί την έλευση του θέρους…

Του Αιγαίου

Οδυσσέας Ελύτης

Ο έρωτας

Το αρχιπέλαγος

Κι η πρώρα των αφρών του

Κι οι γλάροι των ονείρων του

 Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει

Ένα τραγούδι.

Ο έρωτας

Το τραγούδι του

Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του Κι η ηχώ της νοσταλγίας του

Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει

 Ένα καράβι.

Ο έρωτας

Το καράβι του

Κι η αμεριμνησιά των μελτεμιών του

 Κι ο φλόκος της ελπίδας του

 Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ενα νησί λικνίζει

Τον ερχομό.

 


«…βάλε δη βάλε κηρύλος είην,  ος τ’ επί κύματος άνθος αμ’ αλκυόνεσσι ποτήται, νηδεές ήτορ έχων, αλιπόρφυρος είερος όρνις» 

(αχ και να ‘μουνα ανοιξιάτικο θαλασσοπούλι που πετά με τις αλκυόνες πάνω από τον ανθό του κύματος, χωρίς φόβο στην καρδιά, μόνο χαρά-γαλάζιο σαν τη θάλασσα) 

μας τραγουδάει ο Αλκμάν με λυρισμό και με διάχυτη την ποιητική ευαισθησία για απόδραση θέλοντας να πετά πάνω από την θάλασσα θαυμάζοντας την έκπαγλη μορφή της.

         Ύμνησαν την θάλασσα και η θάλασσα τους ύμνησε, ποιητές μας που από την δική τους εποχή ακόμα σκάζει ο στίχος τους στην όχθη του δικού μας χρόνου, το αέναο της δημιουργίας σίγουρα φέρει την εικόνα της θάλασσας εντός του. 

Ας ακούσουμε ακόμα μια φορά τον Διονύσιο Σολωμό να μας διαβάζει τον «Πόρφυρα», τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη να μας απαγγέλει το «Ο βράχος και το κύμα», αφουγκραζόμαστε την «Θάλασσα» του Αλέξανδρου Σούτσου, από τα αόρατα μήκη του πελάγους έρχεται η φωνή του Παναγιώτη Σούτσου να τραγουδάει τον «Χαιρετισμό στο Αιγαίο», ενώ ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής κυματίζει στα πελάγη με τον «Διονύσου Πλους».

Το βαπόρι

Γιάννης Σκαρίμπας

Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι’ όλα να πάης
και vάv’ πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι’ ο Μάης.

Κι’ εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι’ ο Μάης κι’ οι ανέμοι
κι’ έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ’ ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι’ εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ’ την τρικυμία τούτου κόσμου.

    Μεσούντος του ήλιου του καλοκαιριού, του άφατου γνόφου των μυστικών μεσημεριών που γλυκαίνονται με το κρασί από τα τζιτζίκια να συνομιλήσουμε και πάλι με τους δημιουργούς της θαλασσινής ρότας στην λογοτεχνία, τους έμπλεους τροχιών πελαγίσιων…

Το Εγκώμιο της Θαλάσσης

Κώστας Καρυωτάκης


Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. 
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

          Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που ξεχειλίζει η αλμύρα και η καύτρα του μεσημεριού μέσα στις σελίδες του, και ο Στρατής Μυριβήλης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Κώστας Βάρναλης και ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Κόρφης και ο Δημήτρης Γιακουμάκης, ο Νίκος Καββαδίας και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος άλλα και πιο σύγχρονοι όπως ο Νίκος Καρούζος και ο Ζήσης Οικονόμου, ο Ευγένιος Αρανίτσης…, όλοι τους μέθυσαν με στίχους θαλασσινούς και ήλιο ελληνικό, την γλώσσα άφησαν γυμνή στις ξερολιθιές του Αιγαίου να ‘ρθει το κύμα να την καρποφορήσει.

Μποτίλια στο Πέλαγο

Γιώργος Σεφέρης
Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.


Στη θάλασσα

Κώστας Ουράνης

Ω Θάλασσα! σαν ήμουνα παιδί, εξεκινούσα
απ’ το μικρό μου το χωριό κι ερχόμουνα σε σένα
κι από ‘να βράχο κοίταζα, ρεμβαστικά, για ώρες
τα κύματά σου κάτω μου να σκάζουν αφρισμένα.

Μέσα μου σάλευε η ψυχή για μακρινά ταξίδια
κι ονειρευόμουνα λαμπρές, μεγάλες πολιτείες
όπου θα ζούσα μια ζωή φανταχτερή, παρόμοια
μ’ εκείνη που σε ξενικές εδιάβαζα ιστορίες.

Τώρα, από κείνον τον καιρό έχουν περάσει χρόνια,
τα βήματά μου έσυρα σε πλήθος ξένους τόπους
και γνώρισα όλες τις ζωές και όλους τους ανθρώπους
και, κουρασμένος, έρχομαι σήμερα να ξεχάσω
της ταραγμένης μου ζωής τη μάταιη ιστορία

μες τη δική σου, ω Θάλασσα, μεγάλη ανησυχία!           

Θάλασσα

Ευγένιος Αρανίτσης

…Γιατί ανάμεσα στη φυσιολογικότητα και τη σκιά της
Χωράει μόνον ένα ναι ή ένα όχι, μια εικόνα ή τίποτα.
Τέτοιο δράμα πως θα μπορούσε να τραγουδηθεί; Την μελίγηρυν
Αηδόνα εδέξατο νώτοις δελφίν, και πτηνήν πόντιος ηνιόχει.
Πιστοτάτω δ' ερέτη πορθμευομένη τον άκωπον ναύτην
Τη στομάτων θέλγον εγώ κιθάρη… Νοημοσύνη, τρυφερότητα,
Απείθεια, όλα βρίσκονται γραμμένα εκεί, στον ήχο του ήχου σου.
Οι δίνες φαίνεται να έχουνε προκληθεί απ' την πορεία
Του γεγονότος προς τη συνείδηση, απ' τη συχνότητα
Του αντίκτυπου στους ομόκεντρους κύκλους του. 
Ομιλία, Φτωχή συνήθεια της κοινής μας αναπνοής, σου ανέθεσα..

    Ξεχωριστή μνεία πέραν των ποιητών που εξύμνησαν την θάλασσα,  αξίζει να γίνει στους παλαιότερους πεζογράφους μας, πέντε εκ των οποίων συνέδεσαν το ναυτικό με τη λογοτεχνία και βασικά παραμένουν εν πολλοίς άγνωστοι.  Τέσσερις αξιωματικοί του ναυτικού:  Παύλος Nιβάνας, Aγγελος Tανάγρας, Παντελής Xορν και Θέμος Ποταμιάνος.  Οι τρεις πρώτοι του Πολεμικού Nαυτικού.

Ένας ακόμη, ο  Kωνσταντίνος N. Pάδος, μπορεί να μην υπηρέτησε στο ναυτικό, ωστόσο διεκδικεί τον τίτλο του ιστορικού του.

Ο Άγγελος Τανάγρας το 1923 θα ιδρύσει την Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών και θα μπολιάσει την θαλασσινή του δοκιμή στα εύφορα της ψυχής μονοπάτια. Kαι οι πέντε ανήκουν στους πεζογράφους που εμφανίζονται μετά το 1880.

Αμοργός

Νίκος Γκάτσος

Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει

Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις

Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει

Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου

Άνθη πουλιά ελάφια

Να βρεις μιαν άλλη θάλασσα μια άλλη απαλοσύνη

Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα

Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις. ..

     Σχεδόν όλοι οι ποιητές μας και λογοτέχνες τραγούδησαν ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο την θάλασσα, και ίσως φαντάζει ουτοπικό να αναφερθείς και μόνο ονομαστικά στους ποιητές που με το έργο τους ταξίδεψαν στην γαλάζια χώρα του πόθου. Σε όλους αυτούς που άφησαν την έμπνευσή τους να ξεχυθεί στα αφρισμένα κύματά της για να πάρουν από τα υγρά της χέρια το στεφάνι της αιώνιας δόξας, το δικό της ευχαριστώ που την ύμνησαν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Υδατική Λεξιγραφία των Στ. Δωρικού και Κ. Χατζηγιαννάκη

Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις

Ετυμολογικό Λεξικό – Ιστορία των Λέξεων

του  Γ. Μπαμπινιώτη, Εκδόσεις Κέντρο Λεξικολογίας

Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας   Συλλογικό

Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)

Η Μυθολογία των Ελλήνων του Κ. Κερένυϊ

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Οι Κόσμοι της Θάλασσας του A. Rappoport

Εκδόσεις Ιάμβλιχος

Η Μεγάλη Θάλασσα του D. Abulafia

Εκδόσεις Ψυχογιός

Ο εν τη Λέξει Λόγος της Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου

Εκδόσεις Γεωργιάδη

Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λ. Πολίτη

Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)

Επτά Ημέρες, Αφιέρωμα στην Θάλασσα και Λογοτεχνία,

Ένθετο Εφημερίδας Καθημερινή

Νίκος Καρούζος: «Θάλασσα, η αρχαιότητα της γεωγραφίας».


*Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο Περιοδικό Τρίτο Μάτι, Τεύχος 243




Δημοσίευση σχολίου (0)
Νεότερη Παλαιότερη