ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ


ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ

γράφει ο Αργύρης Καραβούλιας



Την μήνιν τραγούδησε του Αχιλλέα και έπειτα φύτεψε την γραφίδα του στον ουρανό του Ολύμπου κι ήρθαν οι ήρωες να απαγγείλουν τον άνεμο της ψυχής, που καίει τα δεσμά και κάνει τον Έλληνα να ορθώνει το βλέμμα του στον ήλιο ως ίσος προς ίσον…


 "Εμείς και στους θεούς όρθιοι μιλούμε"...

                                  

Ήρωες που γράφουν το τετράδιο της ιστορίας με του Άρη την πνοή στο στήθος, με την αστραφτερή αρετή επάνω στο σπαθί που ζωντανεύει το όνειρο του Μακρυγιάννη και οπλίζει με άνοιξη τον ίσκιο του θανάτου.


Αιώνες ελληνικοί σαν σχεδίες ουράνιες πλέουνε στην θάλασσα του ήλιου στο χώμα αυτό που έσπειρε την θεϊκή του φλόγα ο Προμηθέας κι έντυσε με λόγο ο Αισχύλος.

 

Κι έγινε κάλεσμα για Λευτεριά κάθε που οι Πέρσες ζητάνε γη και ύδωρ και πάντα φεύγουνε χλωμοί και νικημένοι, κάθε που οι Τούρκοι διψάνε για αίμα ελληνικό και λαμπυρίζουνε ηρωικό παλμό τα κόκκινα ποτάμια που χύνονται στην θάλασσα του Ομήρου


Όρμησε ο Κολοκοτρώνης να σπάσει τις αλυσίδες που έμπηξαν οι τύραννοι στο τρυφερό το χώμα του Μοριά, κάλεσαν οι ήρωες στο Σούλι τον Νόμο της Νεμέσεως να σβήσουν οι παλιές κατάρες, να χαθούν τα ίχνη των εχθρών όπως τότε που πίσω από τις γραμμές των φιλοσόφων οι λέξεις έχτιζαν την πόλη της Αλήθειας κι έκλειναν τον σπόρο της ηρωικής ψυχής μέσα στην χούφτα του νεογέννητου έθνους, του πρώτου Νου, του αδούλωτου…


Βγάλαμε  από τα παλιά σεντούκια  και πάλι τα σπαθιά, να ανοίξουν και πάλι δρόμο οι Έλληνες στα μισερά τα σκότη και να θερίσουν τον κόπο του Οδυσσέα καθώς τις συμπληγάδες αψηφά…



Παλιγγενεσία εθνική που ανασταίνει την Ρούμελη και τον Μοριά, την Κρήτη και το Ιόνιο αναγεννά, την γη των Μακεδόνων και των Μυρμιδόνων την γενιά.



Ανθίζει και πάλι το φως στις κορυφές του Αιγαίου με το θυμάρι που κράταγε σφιχτά στο χέρι η Λητώ και με μια δρασκελιά στον χρόνο οι ήρωες παντοτινά ορμούν με το λάβαρο και το σπαθίζυμώνουν το ψωμί με το μπαρούτι και στον Απόλλωνα φέρνουν σπονδή με μέλι και κρασί.

Χαιρετάνε ευλαβικά την πελαγίσια την θεά που οπλίζει τ΄ άρματα κι ανοίγει τους ασκούς να φύγουν προς την λευτεριά τα πλοία, να ξεκινήσουν και πάλι οι πολεμιστές για τις αιώνιες Θερμοπύλες να στήσουν ενέδρα θανάτου στον εχθρό.


 

Διάκος, Κανάρης και Καραϊσκάκης χυμάνε όπως παλιά έξω από της Τροίας τα τείχη. 

 

 

Σκίζουν την σάρκα του τυράννου και καλούν σε αείζωο αγώνα, αέναο Μολών Λαβέ και 
αντηχεί παντοτινά ο ίδιος όρκος:


 

«ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών»

Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους· τώρα για όλα ’ναι που πολεμάτε.

[πηγή: Οι τραγωδίες του Αισχύλου, μτφ. Ι.Ν. Γρυπάρη, Εστία, Αθήνα 2001]

Αισχύλος Πέρσες 402-405


 


Δημοσίευση σχολίου (0)
Νεότερη Παλαιότερη